- νεογνός
- -ή, -ό (ΑΜ νεογνός, -όν, θηλ. και νεογνή)το ουδ. ως ουσ. το νεογνόβρέφος ή ζώο που γεννήθηκε μόλις πριν από λίγο, το νεογέννητονεοελλ.(βιολ.-ιατρ.) το βρέφος έως το τέλος τής τέταρτης εβδομάδας από τη γέννησή τουμσν.(για ζώα και κυρίως για άλογα) αυτός που είναι μικρός σε ηλικίααρχ.αυτός που γεννήθηκε πριν από λίγο, αρτιγέννητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -γνός (το μοναδικό συνθ. σε -γνος < μηδενισμένη βαθμίδα -γν- τής ρίζας γεν- τού γί-γν-ομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.